- λεύθερος
- και λεύτερος, οβλ. ελεύθερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)λεύθερος — (ε)λεύθερος, η, ο και (ε)λεύτερος, η, ο επίρρ. α 1. που δεν εξαρτιέται από την εξουσία άλλου, ανεξάρτητος, αυτεξούσιος: Ελεύθερη γνώμη. 2. που έχει πολιτική ελευθερία, που δεν είναι υπόδουλος: Ελεύθερος πολίτης. 3. που δεν είναι περιορισμένος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АРИСТОТЕЛЬ — • Aristoteles, Άριστοτέλης, знаменитый основатель школы перипатетиков, самый глубокий и всеобъемлющий ум древности, родился в Стагире (отсюда о Σταγιρίτης, Стагирит) на македонском полуострове Халкидик у Стримонского залива в 384 г.… … Реальный словарь классических древностей
ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… … Dictionary of Greek